- πλέξιμο
- το1. η πράξη και το αποτέλεσμα του πλέκω.2. ο τρόπος με τον οποίο πλέκει κανείς: Είναι γρήγορη στο πλέξιμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλέξιμο — (I) το, Ν 1. η ενέργεια τού πλέκω, η πλέξη 2. (ειδικότερα) (υφαντ.) η παραγωγή ενός υφάσματος κατά την οποία χρησιμοποιείται ένα συνεχές νήμα ή σύνολο νημάτων που σχηματίζει σειρά από θηλειές, συνδεδεμένες μεταξύ τους 3. φρ. «πλέξιμο δικτυωτού»,… … Dictionary of Greek
πλεκτικός — ή, ό / πλεκτικός, ή, όν, ΝΑ, πλεχτικός, ή, ό, Ν [πλεκτός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλέξιμο ή αυτός που ασχολείται με το πλέξιμο 2. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτική η τέχνη τής κατασκευής πλεκτών ειδών, τής μετατροπής τών νημάτων σε πλεκτά… … Dictionary of Greek
εμπλοκή — η (AM ἐμπλοκή) προσαρμογή ή συνένωση με πλοκή, με πλέξιμο νεοελλ. 1. το να εμπλακεί, να αναμιχθεί κάποιος σε κάτι 2. η πρώτη φάση τής μάχης αμέσως μετά την επαφή με τον εχθρό 3. προσωρινή παύση λειτουργίας ή μηχανής λόγω ατέλειας ή κακού… … Dictionary of Greek
κοπανάκι — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 1.439 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 47 χλμ. ΒΔ της Καλαμάτας. Αποτελεί έδρα του δήμου Αετού. * * * και κοπανέλλι, το 1. καθένα από τα … Dictionary of Greek
πλεκτός — ή, ό / πλεκτός, ή, όν, ΝΑ, και πλεχτός Ν [πλέκω]Μ αυτός που κατασκευάζεται με πλέξιμο (α. «πλεκτό καλάθι» β. «ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνὴ διπλοῡν ἔπος, πλεκταῑσιν ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», Σοφ.) νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτή ναυτ. είδος πλέγματος… … Dictionary of Greek
σχοινοπλοκικός — ή, όν, Α [σχοινοπλόκος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλέξιμο σχοινιών 2. αυτός που χρησιμεύει στο πλέξιμο σχοινιών («σχοινοπλοκικὸν σπάρτον», Στράβ.) … Dictionary of Greek
Αζτέκοι — Ιθαγενής λαός του Μεξικού, που από τον 14ο έως τον 16ο αι. επέβαλε την κυριαρχία του σε μεγάλο μέρος της Κεντρικής Αμερικής. Για την προέλευση και την αρχική ιστορία της φυλής αυτής έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμοι θρύλοι. Σύμφωνα με έναν από… … Dictionary of Greek
καλτσομηχανή — η μηχανή για το πλέξιμο καλτσών: Το εργαστήριο αυτό έχει μηχανές για το πλέξιμο καλτσών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… … Dictionary of Greek
άρκευθος — η (Α ἄρκευθος) είδος αγκαθωτού θαμνοειδούς κέδρου (Juniperus, γιουνίπερος). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. άρκευθος είναι ίσως ξένης προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με τον τ. άρκυς* «δίχτυ», επειδή τα κλαδιά του φυτού προσφέρονται για πλέξιμο. Ο τ. φέρει … Dictionary of Greek